λιθολογώ

λιθολογώ
λιθολογῶ, -έω (Α) [λιθολόγος]
1. κτίζω με δομικούς λίθους
2. σχηματίζω σωρό λίθων
3. παθ. λιθολογοῡμαι, -έομαι
κατεδαφίζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • λιθολόγημα — λιθολόγημα, τὸ (Α) [λιθολογώ] θεμελίωση τοίχου ή τείχους με δομικούς λίθους …   Dictionary of Greek

  • λιθολόγητος — λιθολόγητος, ον (Α) [λιθολογώ] κτισμένος με δομικούς λίθους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”